- ιππηλάτης
- ο (ΑΜ ἱππηλάτης και -ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.)νεοελλ.ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. -αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμααρχ.1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα, αρματομάχος (α. ἱππηλάτας καὶ πεδοστιβὴς λεώς» — ο λαός που μάχεται έφιππος κι ο λαός που μάχεται πεζός, Αισχύλ.β. «πῶς δ' αὖ γέφυρας διαβαλοῡσ' ἱππηλάται», Ευρ.)2. (ως κοσμητ. τιμητ. επίθ. μόνο στον επικό τ. ιππηλάτα) ιππότης, αρματομάχος (α. «ἱππηλάτα Τυδεύς», Ομ. Ιλ.β. «ίππηλάτα Νέστωρ», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ζευγ-ηλάτης, κωπ-ηλάτης. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.